σαξόφωνο

σαξόφωνο
το
πνευστό μουσικό όργανο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σαξόφωνο — Πνευστό μουσικό όργανο που το εφεύρε το 1840 ο Βέλγος κατασκευαστής μουσικών οργάνων Αντόλφ Σαξ (1814 1894). Συνίσταται από ένα χάλκινο σωλήνα με κωνικό σχήμα, που έχει κλειδιά όπως το όμποε και απλό επιστόμιο όμοιο με του κλαρίνου. Αφού το 1846… …   Dictionary of Greek

  • σαξοσάλπιγγα — η, Ν μουσ. το σαξόφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαξο (βλ. λ. σαξόφωνο) + σάλπιγγα] …   Dictionary of Greek

  • σαξοτρόμπα — η, Ν μουσ. το σαξόφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαξο (βλ. λ. σαξόφωνο) + τρόμπα] …   Dictionary of Greek

  • σαξοφωνίστας — ο, Ν μουσικός που παίζει σαξόφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. saxophonist < saxophone (βλ. λ. σαξόφωνο)] …   Dictionary of Greek

  • μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …   Dictionary of Greek

  • κλαρινέτο — Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Στην ελληνική λαϊκή μουσική αποκαλείται κλαρίνο. Αποτελείται από έναν λεπτό, συνήθως εβένινο (ή πλαστικό) κύλινδρο, στο επιστόμιο του οποίου βρίσκεται ένα ράμφος εφοδιασμένο με απλή γλωσσίδα (μικρό ευλύγιστο έλασμα… …   Dictionary of Greek

  • κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …   Dictionary of Greek

  • κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …   Dictionary of Greek

  • σαξοκόρνο — το, Ν μουσ. το σαξόκερας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. saxohorn (βλ. λ. σαξόκερας και σαξόφωνο)] …   Dictionary of Greek

  • σαξόκερας — το, Ν μουσ. οικογένεια χάλκινων πνευστών μουσικών οργάνων που έχουν επιστόμιο και κλειδιά και τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως στις φιλαρμονικές τών διαφόρων χωρών με διάφορες ονομασίες, αλλ. σαξοκόρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”